Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Το χαμόγελο

Το χαμόγελο

Όταν τον βρήκανε, δίπλα στα συντρίμμια μιας άμαξας, να κλαίει πίσω από το κουφάρι του σφαγιασμένου αλόγου, τον ρώτησαν πως τον λένε. Η απάντησή του ήταν ένας γλωσσοδέτης: «Σετακάμπουρο Αναμπιρσάντα Ουπανισμάντα». Έτσι, έκαναν αυτό που θα έκανε οποιοσδήποτε άνθρωπος που θα είχε τα λογικά του. Τον μάζεψαν σπίτι και κόψανε τα πρώτα γράμματα από τον σιδηρόδρομο του ονόματός του. Τον φωνάζανε απλώς «Σέτα».
Η οικογένεια που τον υιοθέτησε ζούσε σ’ ένα καλύβι οχυρωμένο πίσω από ένα αμάλγαμα κοφτερών βράχων και δέντρων που τους κρατούσε σαν παλάμη προστατευμένους απ’ τον έξω κόσμο. Για τον πατέρα, η άφιξη του Σέτα δεν ήταν παρά ένας κακός οιωνός. Και μόνο η εικόνα της άμαξας που είχε γύρει πλάγια, με τον σπασμένο τροχό να γυρίζει διαρκώς και το τρομαγμένο βλέμμα του Σέτα να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται, ήταν αρκετό για να τον γεμίσει με αμφιβολίες.
«Πάρε αυτό», είπε. Του έδωσε ένα βρομόπανο. «Όλο το σπίτι. Α, και φόρα αυτά».
Του πέταξε ένα μπεζ παντελονάκι και ένα ριγέ πουκάμισο. Τον βρήκαν στα μούτρα.  
Το καθάρισμα του σπιτιού ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση για τον Σέτα, κυρίως γιατί τα αδέρφια του φρόντιζαν να τον σαμποτάρουν με την κάθε ευκαιρία. Είτε έριχναν κάτω την σφουγγαρίστρα, είτε πετούσαν τα ξύλινα παιχνίδια τους πάνω του, είτε έμπαιναν με λασπωμένα πόδια και πατούσαν στις γωνίες που μόλις είχε καθαρίσει, το αποτέλεσμα ήτα πάντα το ίδιο: ο Πατέρας κατέληγε να διακοσμεί το κεφάλι του Σέτα με καρούμπαλα. Κράδαινε στο χέρι του μια ακτίνα από τη ρόδα της άμαξας, δίπλα στην οποία τον βρήκε κουλουριασμένο να ψέλνει το όνομά του σαν σιωπηλή προσευχή: Σετακάμπουρο Αναμπιρσάντα Ουπανισμάντα.
Κάθε ράπισμα θύμιζε και στους δύο πως ο Σέτα δεν ήταν μέλος της οικογένειας. Πως δεν προήλθε μέσα από τα σπλάχνα του δάσους, αλλά ήταν παιδί αυτής της «αναθεματισμένης πόλης», όπως έλεγε ο Πατέρας.
«Έρχονται εδώ με τις άμαξες και τους μπελάδες τους, μου τσαλαπατάνε τα σπαρτά και μετά ζητάνε και τα ρέστα. Λες και δεν έχω αρκετά προβλήματα ήδη», γκρίνιαζε ο πατέρας στη μητέρα πριν κοιμηθούν. Οι κακουχίες της φύσης είχε προικίσει και τους δύο από ένα νεανικό κορμί, παρά τις πέντε δεκαετίες που βάραιναν την πλάτη τους. Αυτός όμως ο συνεχής φόβος, η αόρατη απειλή που θα μπορούσε να εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή και να πεταχτεί την ώρα που έσβηνε τη φωτιά το βράδυ –πριν ο Πατέρας βάλει τα παιδιά του για ύπνο–, άφηνε και  σημάδια στο πρόσωπο, που χρόνο με τον χρόνο γίνονταν πιο βαθιά. Και ο Σέταη, ως η ύπαρξ και μόνο, ήταν ένας οιωνός πως κάτι θα πάει στραβά.
«Σημάδι από τον Θεό», έσκουζε η Μητέρα.
Με τα χρόνια ο Σέτα άρχιζε να συνηθίζει στον πόνο και στις όλο και πιο βίαιες επιθέσεις. Συνήθισε να του συμπεριφέρονται σαν να είναι παρείσακτος, σαν μια ανθρώπινη κούκλα που δεν της άξιζε ν’ αγαπηθεί. Σιγά σιγά το πίστευε κιόλας. Όλοι τους άξιζαν μια αγκαλιά, από τα μικρά μπομπιράκια που έτρεχαν γύρω γύρω και κατέληγαν στην αγκαλιά της μητέρας τους, μέχρι και τον Πατέρα, αυτόν τον σκληροτράχηλο άντρα που όμως πάντα κατέληγε στο κρεβάτι με την σύζυγό του υπό τον ήχο των βραδινών αναστεναγμών. Όλοι τους εκτός από αυτόν. Κάθε φορά που έτρωγε μια ξυλιά από τη Μητέρα, ο Σέτα έβαζε τα κλάματα. Κάθε μέρα, εκτός από τη μέρα των γενεθλίων του. Επειδή άφησε το πανί μέσα στον κουβά όταν τελείωσε το γυάλισμα του πατώματος –η Μητέρα του είχε πει επανειλημμένα να το αφήνει έξω από τον κουβά γιατί βρομάει χώμα– άρπαξε μια ξυλιά στο κεφάλι απ’ τη βεντάλια της κυρίας. Κι όμως, σε αντίθεση με τις προηγούμενες φορές και παρά το αίμα που του δρόσισε τα χείλη, δεν έκλαψε. Μόνο γέλασε και την κοίταξε στα μάτια.
«Πάει το παιδί», είπε Αυτή, «δεν είναι καλά».
«Τα ’λεγα εγώ πως είναι χαζό από την αρχή, μα κανείς δεν μ’ άκουγε», είπε ο Πατέρας. Οι γιοι του γέλασαν. Ήταν πλέον σε τέτοια ηλικία που μπορούσαν να επαναλάβουν τα χειρότερα στοιχεία των γονιών τους με το άλλοθι της αθωότητάς και του νεαρού της ηλικίας τους.
Και ο Σέτα γέλασε όταν ο Πατέρας τον χτύπησε στο κεφάλι επειδή το πάτωμα δεν ήταν τόσο γυαλιστερό όσο ήθελε… και τον κλώτσησε όταν άθελά του έσπρωξε τον μικρό του αδελφό που μπερδεύτηκε στα πόδια του… και τον άφησε νηστικό όταν βούρτσιζε τη χαίτη του αλόγου κόντρα, αν και του είχαν πει τόσες φορές να τη βουρτσίζει με την φορά της τρίχας. Η αντίδρασή του ήταν η ίδια: χαμογέλασε. Δύο μάτια κενά επέστρεφαν ένα άδειο βλέμμα στον Πατέρα του κι αυτός σαστισμένος έφευγε μακριά του βρίζοντας.
«Θα μας καταστρέψει αυτό το παιδι!» φώναξε.
Βράδυ. Η καλύβα λουζόταν από το περίεργο κίτρινο φως της πανσελήνου. Ποδοβολητά, ιαχές, μυρωδιά από μπαρούτι. Μπήκε μέσα, ένας στρατιώτης με ματωμένα πλευρά και μια ξιφολόγχη καρφωμένη στο στήθος του. Την άφησε εκεί. Δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με τις πληγές του. Ο Πατέρας σηκώθηκε πρώτος να δει τι συμβαίνει αλλά η τσεκουριά τον βρήκε στον σβέρκο και τον έριξε στο κρεβάτι. Οι δύο μπόμπιρες κρύφτηκαν μέσα στα βάζα –έτσι έπαιζαν όταν ήταν μόνα τους– αλλά δεν υπολόγισαν πως ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν κοινός εγκληματίας αλλά στρατιώτης. Ο μόνος που παρέμεινε ατάραχος ήταν ο Σέτα. Με έναν ξύλινο κουβά μάζεψε νερό απ’ το πηγάδι αλλά, γοητευμένος από την αντανάκλαση του φεγγαριού, πλατσούριζε το χέρι του στην επιφάνεια. Ο στρατιώτης είχε τρεις φορές το ύψος του. Ήταν σίγουρα ψηλότερος από τη Μητέρα και τον Πατέρα αλλά λιγότερο φαρδύς, σαν κορμός δέντρου. Τα μάτια του δεν είχαν τη σύγχυση ενός εκτός ελέγχου δολοφόνου, αλλά την αυστηρή αδιαφορία ενός χασάπη.
Όχι χασάπης, κυνηγός, σκέφτηκε ο Σέτα. Είναι κυνηγός.
Ο στρατιώτης πλησίασε τα νώτα του και ύψωσε το σπαθί για το τελειωτικό χτύπημα. Ήταν ο τρόπος που η αιχμή του σπαθιού ακούμπησε την πανσέληνο και η λεπίδα που γέμισε με αυτό το θαμπό φως. Ο Σέτα το κοίταξε σαν να ήταν κάποιο θαύμα.
Πώς να είναι να σε αγαπάνε; αναρωτήθηκε. Κάθε μέρα να ξυπνάς δίπλα σε έναν άνθρωπο που να σε γεμίζει χαρά και να μπορείς να γελάς χωρίς φόβο καθώς ακουμπά το χέρι σου πάνω στο δικό του;
Οι σκέψεις αυτές έσβησαν γρήγορα στη θέα του σπαθιού. Ο Σέτα φαντάστηκε δύο αντρικά μπράτσα να χτυπούν το ατσάλι με σφυρί ξανά και ξανά, μέχρι η πυρωμένη λεπίδα να βυθιστεί στο νερό. Κι από τον ατμό να ξεπροβάλλει η ασημένια αυτή αιχμή.
Όνειρα και εραστές και παιδιά, όλα δεν είναι τίποτα μπροστά της, σκέφτηκε.
Δύο κινήσεις έκανε. Η πρώτη ήταν να βγάλει το μικρό μαχαίρι μέσα απ’ το πουκάμισό του –ήταν απλό να κόψεις την γλώσσα σου με ένα μαχαιράκι και να πνιγείς απ’ το αίμα, χωρίς όμως να την κάνει- και η δεύτερη να το καρφώσει στο στήθος της Μητέρας που  φάνηκε ότι θα ορμούσε στον κυνηγό. Έπεσε κάτω χωρίς πολλές διαμαρτυρίες.
«Νομίζεις πως θα σε αφήσω να ζήσεις επειδή σκότωσες την μητέρα σου;» ψέλλισε εκείνος αφού έλυσε το πηγούνι του και όρθωσε πάλι το σπαθί. Ο Σέτα χαμογέλασε. Ήθελε να δει ξανά το ασήμι πάνω στο ασήμι, το κίτρινο πάνω στην κόψη του σπαθιού. Ήταν πανέμορφο. Δώρο θεϊκό. Ο κυνηγός σάστισε. Είχε συνηθίσει στα κλάματα, στα παρακαλετά και στις δωροδοκίες: «Θα σου δώσω τα πάντα μην με σκοτώσεις,» έλεγαν οι περισσότεροι. Μα αυτό το χαμόγελο, και τα μάτια τα τόσο κενά...
«Δεν είσαι σαν τους άλλους, έτσι δεν είναι; Υπάρχει κάτι περίεργο πάνω σου».
Τον σήκωσε πάνω σαν κουτάβι και με γυμνά πόδια έτρεξαν προς την πλαγιά. Οι στρατιώτες βρήκαν μόνο πτώματα το ίδιο βράδυ. Έτσι ήταν εκείνες οι μέρες. Όσο για τον Σέτα, άλλοι λένε πως έφτιαξε μια κρυφή πόλη μέσα στην καρδιά του δάσους και συχνά έκανε επιδρομές στα γύρω χωριά. Την ιστορία του την αφηγούνται οι γιαγιάδες στα παιδιά τους το βράδυ για να τα τρομάξουν να μην πηγαίνουν βαθιά στο δάσος, όταν είναι μόνα τους. Τη λένε όμως και οι χτίστες στους γιούς τους για να μην παίρνουν περισσότερα από όσα δίνουν. Και οι επισκέπτες της περιοχής λένε: «Σετακάμπουρο Αναμπιρσάντα Ουπανισμάντα» πριν μπούνε στο δάσος, όχι σαν γλωσσοδέτη αλλά σαν μια σιωπηλή προσευχή.


~Fin