Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Mr Gold

 
Ξύπνησε μέσα σ’ ένα δωμάτιο που έμοιαζε με κουτί και είχε το χρώμα της σέπιας. Μία βαλίτσα διακοσμούσε τη μια πλευρά του. Στο κιτρινισμένο από το πέρασμα του χρόνου πάτωμα ήταν σκορπισμένα διάφορα άχρηστα αντικείμενα. Εκείνος ήταν μικρό παιδάκι, έξι-εφτά χρόνων. Κοίταξε γύρω του για να βρει ένα σημάδι λογικής, κάτι, που να εξηγεί γιατί βρέθηκε μέσα σε αυτό το δωμάτιο που έζεχνε κλεισούρα. Έξω από το μοναδικό παράθυρο γυναίκες πίεζαν τα στήθη τους και του έγνεφαν. Ακόμα κι αν προσπαθούσε δεν θα κατάφερνε να τις ακολουθήσει. Όσο περισσότερο σκεφτόταν την ικανοποίηση της σάρκας του, τόσο λιγότερο ήθελε να βγει έξω.
Αυτό το μέρος τον κρατούσε μακριά από τους άλλους ανθρώπους και του παρείχε ασφάλεια από τα στοιχεία της φύσης. Λαχταρούσε να νιώσει το τσίμπημα της βροχής στους γυμνούς ώμους του, ν’ ακούσει τις φωνές της γειτονιάς του και το φτερούγισμα των περιστεριών στον κήπο. Γι’ άλλη μια φορά δεν έκανε καμία κίνηση. Δεν τόλμησε. Έμεινε μόνος, εκεί στη γωνιά του. Αγκάλιασε τα γόνατά του και σήκωσε το κεφάλι να πιει τις μικρές σταγόνες που έσταζαν από την οροφή. Η γεύση τους ήταν πικρή. Σιγά-σιγά το δωμάτιο γέμισε με λάμψεις, σαν να το φώτιζε ένας ήλιος από κάπου. Εκείνος ακίνητος. Μόνο η σκιά του στον τοίχο μεγάλωνε και μίκρυνε στο πέρασμα κάθε καινούργιας αχτίδας, που τρύπωνε στο δωμάτιο. Πότε εξαφανιζόταν μέσα στις χαραμάδες και πότε ορθωνόταν σαν γίγαντας.   
«Μάο,» ακούστηκε μια φωνή. Απέναντι του, μέσα από τα σπλάχνα της αραχνιασμένης γωνίας, ένα μικρό γατί τον πλησίασε κι έριξε μια απαλή κουτουλιά στην ανοιχτή παλάμη του. Προσπάθησε να δει βρει το φύλο του, όμως αυτό του γυρνούσε την πλάτη και δεν τον άφηνε. Έγλυφε μόνο την χρυσαφένια γούνα του και συλλάβιζε «μάο». Με την τραχιά του γλώσσα του γαργαλούσε τα γόνατα. Το πήρε στην αγκαλιά του και το ‘σφιξε πάνω του. “Mr Gold”, του ψιθύρισε κι εκείνο λες κι  άκουσε τ’ όνομά του τρίφτηκε πάνω του. Mr Gold, σαν τον χρυσό, σαν το καλό που είχε φωλιάσει μέσα του. Με κάθε χάδι τους το φως γέμιζε όλο και περισσότερο το δωμάτιο. Στο τέλος, στάθηκε όλο μπροστά στα μάτια του και τον ανάγκασε να τ’ ανοίξει.
Αν μπορούσε να δει τον εαυτό του θα έβλεπε έναν ογδοντάχρονο γέρο ζητιάνο ξαπλωμένο στο πεζοδρόμιο. Στην αγκαλιά του χωμένος βαθιά ο Mr Gold του γαργαλούσε τη γενειάδα. Η τεράστια χάρτινη κούτα, που μέχρι τώρα ήταν το σπίτι του, στέγνωνε στο κράσπεδο μισολιωμένη από την έντονη βροχή. Έκλεισε τα μάτια του για τελευταία φορά κι άφησε την ψυχή του να ταξιδέψει μακριά, σ’ ένα μέρος, όπου οι γάτες δοξάζονται ως θεοί, και οι ζητιάνοι μπορούν να ονειρεύονται σαν βασιλιάδες.

ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟΥΣ

                             
                           

Την είδε μπαίνοντας στο δωμάτιο. Καθόταν στην πολυθρόνα και κοίταζε το πάτωμα. Τ’ άσπρο πουκάμισό της, ξεκούμπωτο, άφηνε να φαίνεται μεγάλο μέρος του μπούστου της. Τα πόδια της, ανοιχτά, σχημάτιζαν τρίγωνο κι έκρυβαν μέσα του ένα Smith and Wesson τριάντα δύο χιλιοστών. Στ’ αριστερό χέρι κρατούσε ένα μπουκάλι ουίσκι και στο δεξί έναν σουγιά μ’ ανοξείδωτη λάμα. Μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του άφησε τον σουγιά να πέσει στο πάτωμα, άρπαξε τ’ όπλο και το έφερε γρήγορα στο στήθος της.
«Τί ’ναι αυτό; Ανάγκη για προσοχή;», της είπε.
Εκείνη δεν απάντησε. Ακούμπησε το μπουκάλι στο πάτωμα κι έσυρε μπροστά της το διπλανό τραπεζάκι. Πάνω του λαμποκοπούσε ένας σκεπαστός δίσκος σερβιρίσματος. Σήκωσε το καπάκι κι αποκάλυψε έναν μικρό εγκέφαλο από μπλε και κόκκινα καλώδια μπερδεμένα μεταξύ τους. Ανάμεσά τους μικρές ασημί λυχνίες  χωμένες σε γκρι νευρώνες, συνέθεταν μία πολυπλοκότητα, που αψηφούσε τη λογική. Μόνο το τικ τακ του μικρού ρολογιού, που ήταν τυλιγμένο πάνω στο κόκκινο πλαίσιο της κατασκευής με χαρτοταινία σ’ έκανε να υποπτεύεσαι.  
«Βόμβα; Έφτιαξες μια γαμημένη βόμβα;», είπε εκείνος.
Τα  δεκαέξι χρόνια της δεν τον άφηναν, μέχρι τώρα, να την υποπτευθεί. Μα όσο συνδύαζε τους μαύρους κύκλους στα μάτια της, τις περίεργες αναζητήσεις στο διαδίκτυο, την καρό μαντήλα στον πάτο της τσάντας της και χίλιες δυο άλλες λεπτομέρειες απ’ τις συναντήσεις τους όταν το ‘σκαγε απ’ το σχολείο, τόσο το μυαλό του έβαζε τα πράγματα σε μια σειρά. Έπειτα ήταν κι ο πατέρας της, δημόσιος υπάλληλος ισχνός κι ανέκφραστος. Κάθε πρωί άγγιζε με τα δυο του δάχτυλα το γείσο του καπέλου του σ’ ένδειξη χαιρετισμού κι έφευγε για τη δουλειά. Το ίδιο έκανε και το βράδυ, όταν επέστρεφε. Δεν την άγγιξε ποτέ, σαν να την απέφευγε. Η επικοινωνία τους άρχιζε και τελείωνε σ’ αυτόν τον χαιρετισμό. Το χαρτζιλίκι της το ‘παιρνε απ’ τη σύνταξη της μάνας της, χωρίς αντιρρήσεις, μόνο «πάρε αυτά» και τα χρήματα την περίμεναν στο τραπέζι. Σαν συναλλαγή για τα χρόνια που τους χώριζαν, ένα είδος επένδυσης δίχως απαιτήσεις.
Ακούμπησε τον δίσκο στο τραπεζάκι κι άφησε το πιστόλι στα πόδια της. Έβγαλε απ’ το σλιπάκι της ένα μικρό χειριστήριο με κόκκινο κουμπί και το χάιδεψε.
«Άσε το κουμπί», προσπάθησε να την αποτρέψει εκείνος.
Της θύμισε τις φίλες της στο σχολείο και τα πράγματα που αγαπούσε. τις μέρες που περάσανε μαζί, τον ζεστό καφέ και τη σοκολάτα. Κι όσο έψαχνε λόγους για να την πείσει πως τη χρειαζόταν τόσο στέρευαν οι δικαιολογίες για τη δικιά του ζωή. Σκέφτηκε το περίπτερο, που ’χαν πουλήσει οι γονείς του για να ζήσουν σαν ερημίτες, την ωριμότητα που δεν είχε, παρά τα τριάντα πέντε χρόνια του, και μέτρησε τις φορές που την απάτησε. Εκείνη, λες και διάβαζε τη σκέψη του, τον κοίταζε με ειρωνεία χωρίς να μιλάει. Το σώμα της προκλητικό κι απόρθητο τον κορόιδευε. Κι εκείνος μίκραινε, κι όλο μίκραινε.
Τότε κατάλαβε πως το κόκκινο κουμπί τον αφορούσε. Ο ιδρώτας έτρεξε στο μέτωπό του και του θόλωσε τα μάτια. Ένοιωσε την ανάσα του να κόβεται και τα γόνατά του να λυγίζουν.
«Πάτα το κουμπί», της είπε κλείνοντας τα βλέφαρα και χάθηκε στη μυρωδιά του λεπτού λαιμού της.